Κάτωνας Ασιμής |
Ομιλία στα εγκαίνια της έκθεσης φωτογραφίας της Ζωής Χατζηγιαννάκη με τίτλο “santoREni: έργο σε εξέλιξη”.
Τι κάνει η τέχνη στη ζωή μας; Θέλουμε την τέχνη για να μας δίνει μόνο αυτό που λέμε το “ευχάριστα όμορφο”; Όχι; Γιατί τότε ένα απλό βάψιμο με ωραία χρώματα και με διακοσμητικά λουλουδάκια στένσιλ στους τοίχους του σπιτιού μας ή κάποια ωραία δαντελένια σεμεδάκια πάνω από την τηλεόραση και πάνω στα έπιπλα θα μας κάλυπταν και δεν θα ψαχνόμασταν να πάρουμε
ένα ιδιαίτερο βάζο με ντιζάιν που να μας “αντιπροσωπεύει” ή έναν πίνακα με “άποψη” που να μας “εκφράζει”. Γιατί τη χρειαζόμαστε αυτή την αντιπροσώπευση; Αυτή την έκφραση του εαυτού μας;
Και ακόμα:
Πώς το αντιλαμβανόμαστε κάθε φορά που λέμε ότι θέλουμε το περιβάλλον μας να είναι το δικό μας- έτσι δεν λέμε: αυτό το έργο είναι πολύ εγώ! Πώς λοιπόν συνειδητοποιούμε τι είμαστε κάθε φορά για να ξέρουμε πως αυτό ή το άλλο μας εκφράζει; Πώς ορίζεται αυτή η όψη μας, η εικόνα μας, μέσα στον κόσμο που θέλουμε να την εκφράζει το περιβάλλον που ζούμε;
Βλέπουμε λοιπόν πως η έννοια της ομορφιάς ξεκινάει και εξαρτάται από εμάς, εμείς οι ίδιοι την ορίζουμε μέσα μας. Και επειδή η ανθρώπινη φύση μόνο απλή δεν είναι, έτσι και η ομορφιά δεν μπορεί είναι κάτι απλό, δεν μπορεί να είναι κάτι μονοδιάστατο. Και επειδή ακριβώς η ομορφιά δεν είναι μονοδιάστατη έννοια, όταν τη συναντάμε μας προκαλεί το ενδιαφέρον.
Και το ενδιαφέρον δημιουργείται από τη μνήμη, με άλλα λόγια έχει να κάνει με το πώς ανακαλούνται αυτά που έζησα και με κάνουν αυτό που είμαι. Γιαυτό και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι όρισαν τη μνήμη ως μητέρα πάντων τεχνών, όρισαν τη μνήμη ως δημιουργό της τέχνης. Ανάλογα με το τι ανακαλώ βρίσκω ανάλογο ενδιαφέρον στην ομορφιά. Ανάλογα με το πως ζω, τα πράγματα μου προκαλούν το ενδιαφέρον. Ανάλογα με αυτό που έχω μεγαλώσει μαζί, θέλω και να το ανακαλέσω. Έχοντας μεγαλώσει για παράδειγμα κάποιος στο νησί, όταν ακούει τη ντόπια μουσική, θα έχει και τα συναισθήματα που έχουν συνδεθεί με τις ώρες που έχει περάσει στο νησί. Είναι απλό. Έτσι εξηγείται πώς το δαντελένιο σεμεδάκι που το γνωρίζω από το σπίτι της γιαγιάς μου και το αγαπώ, σήμερα δεν με συγκινεί να το έχω πάνω στην τηλεόραση. Εκείνη το έφτιαξε με τόση φροντίδα, εγώ όμως θέλω την πλάσμα τηλεόραση μόνο.
Είναι απλό: όταν ζω μέσα στον χαμό της φασαρίας της σημερινής πλατείας των Φηρών για παράδειγμα, είναι δύσκολο να συγκεντρωθώ και να συνδεθώ με την ηρεμία των ανθρώπων που παλαιότερα σκάλιζαν τα έπιπλα τους ή έπλεκαν τα κεντήματα τους. Δεν θα συνδεθείς με το έργο τέχνης όταν η ζωή σου έχει άλλο ρυθμό ζωής από αυτόν που το δημιούργησε. Μπορεί να υποψιαστείς ότι κάτι συγκλονιστικά ωραίο υπάρχει μέσα στην λαξευμένη πέτρα του παλιού τοίχου αλλά δε μπορείς να ακολουθήσεις με τον ρυθμό της δικής σου ζωής τον ρυθμό δημιουργίας αυτού του παραδοσιακού έργου.
Αν πηγαίνεις σε ένα σαντορινιό πανηγύρι την ώρα που είναι το ηλιοβασίλεμα, θα αγαπήσεις όπως είπαμε τη μουσική του πανηγυριού γιατί θα την ακούς μέσα στην ομορφιά του χωριού σου και του φωτός αλλά και αντίστροφα: θα αγαπήσεις το χωριό σου γιατί το έζησες μέσα από τη μουσική.
Αυτό δεν είναι μία απλή συνειδητοποίηση. Σημαίνει τελικά ότι εξαρτόμαστε από τα ερεθίσματα που μας περιβάλλουν.
Το θέμα είναι όμως ότι στις μέρες μας τα ερεθίσματα είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο ετερογενή μεταξύ τους από ότι παλιότερα: παλαιότερα η ζωή είχε μια γραμμική συνέχεια: γεννιόσουν κάπου και ήξερες ότι θα είσαι εκεί και ήταν πολύ πιθανό από τη στιγμή που γεννιόσουν να οραματιζόσουν ότι θα έκανες τη δουλειά του πατέρα σου, ενώ σήμερα από τη στιγμή που γεννιέσαι μπορεί να βρεθείς οπουδήποτε ανά πάσα στιγμή και φυσικά δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις και το τρομερό είναι ότι επειδή μπορούν να ταξιδεύουν και όλοι οι υπόλοιποι γύρω σου αυτό γίνεται ακόμα πιο απρόβλεπτο και πολυδιάστατο.
Έτσι σήμερα γεννιόμαστε και τα ερεθίσματα μας- γίνονται απρόβλεπτα σύνολα ερεθισμάτων εδώ και εκεί, κατά τόπους, που τα ανακαλούμε διασπαστικά. Και όπως λέει και ο Φουκώ αυτά τα κατά τόπους ερεθίσματα έχουν πλέον τη δική τους ξεχωριστή το κάθε ένα ταυτότητα γιατί με με κάθε ένα ερέθισμα συνδεόμαστε πλέον διαφορετικά από ότι με τα υπόλοιπα. Το κάθε ένα ερέθισμα είναι δηλαδή στο σύγχρονο τρόπο ζωής ποιοτικά αυτόνομο. Έτσι, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η ζωή μας σήμερα αποτελείται όχι από εμπειρίες και τόπους που συνθέτουν μια εικόνα αλλά η ζωή μας είναι πλέον πολλές εικόνες ασύνδετες μεταξύ τους. Και επειδή όπως είπαμε, η πραγματικότητα αφού ορίσει την τέχνη μετά ορίζεται από αυτήν, έτσι το θέμα εδώ είναι ότι στις μέρες μας ακόμα και αν αποφασίζαμε να μην πάμε πουθενά και να μείνουμε στο χωριό μας μία ολόκληρη ζωή για να κρατήσουμε την εικόνα μία και αδιάσπαστη, τα ερεθίσματα έρχονται και μας βρίσκουν εκείνα με έναν τρόπο που δεν υπήρχε ποτέ πριν στο παρελθόν. Και αυτό το περιγράφει ο Walter Benjamin (άλλος μεγάλος θεωρητικός του 20ου αιώνα) που παρατήρησε ότι: το έργο τέχνης, όπως και κάθε πολιτισμικό προϊόν στην εποχή της μαζικής αναπαραγωγής, έρχεται και σε βρίσκει εκείνο. Παλαιότερα πηγαίναμε εμείς στα μουσεία ή έπρεπε να μπορούμε να αγοράσουμε το έργο τέχνης για να το δούμε ή να αγοράσουμε εισιτήριο για να το ακούσουμε ζωντανά. Όταν όμως κάτι μπορεί να αναπαράγεται μαζικά μπορεί το αντίτυπό του να πάρει το δικό του δρόμο και να έρθει εκείνο να σε βρει. Αυτό ποτέ πριν δεν υπήρχε στην ιστορία του ανθρώπου. Και αλλάζει εκ των έσω τη σχέση μας με τα ερεθίσματά μας. Με τόσες πολλές διαφορετικές αφίξεις ερεθισμάτων από διάφορες πηγές που συγκεντρώνονται κατά τόπους έχουμε και διαφορετικές πραγματικότητες κατά τόπους.
Ο Φουκώ είπε: η ζωή πλέον έχει πάψει πια να είναι αντιληπτή ως ένα συνεχές και πια βιώνεται ως μία σειρά στιγμών. Δεν θα αναφερθούμε τώρα στην ανάλυση αυτής της αποδόμησης, ενός Φουκώ ή ενός Ντεριντά, θεωρίες του μεταμοντερισμού, εξ’ άλλου όλοι έχουμε βιώσει απλά ότι στις μέρες μας σε κάθε γειτονιά του νησιού μας βιώνουμε διαφορετικό μικρόκοσμο ερεθισμάτων. Άλλα ακούς και βλέπεις στην πλατεία των Φηρών και τελείως άλλη αίσθηση έχεις στο δρόμο προς Μεσαριά (100 μέτρα πιο κάτω!). Άλλα πράγματα ασύνδετα με τα προηγούμενα του δρόμου βιώνεις μέσα στο δρομάκι του χωριού σου (μόλις 50 μέτρα ακόμα πιο κάτω) και άλλο περιβάλλον έχεις λίγο πιο πέρα στη λεωφόρο προς Πύργο, διαφορετικά πολιτισμικά ερεθίσματα έχεις στην παραλία (αισθητική – δόμηση – κατασκευες) τα οποία ειδικά στην παραλία αλλάζουν ανά 30 μέτρα. Και προσέξτε όλες αυτές οι διαφορετικές εικόνες αλλάζουν και ανά μήνα. Καταλήγουμε λοιπόν πως στις μέρες μας τα κομμάτια που συνδέουν τη ζωή μας είναι πολλά, διαφορετικά και ασύνδετα.
Υπάρχει δηλαδή το φαινόμενο του κατακερματισμού. Το ξαναλέω: η ζωή μας πλέον αποτελείται όχι από εμπειρίες που συνθέτουν όλες μαζί μία εικόνα με μία κοινή ποιότητα αλλά η ζωή μας είναι πλέον πολλές εικόνες ασύνδετες ως προς τη φύση τους.
Και για να το συνδέσω με τον ορισμό του ωραίου με τον οποίο ξεκίνησα, αυτό εξηγεί γιατί δεν προτιμούνται πλέον τα υπέροχα σεμεδάκια της γιαγιάς. Όταν τα έφτιαχναν οι γιαγιάδες μας η Σαντορίνη χτίζονταν και η ίδια, σιγά σιγά, πάνω στην καλντέρα σαν δαντέλα. Σήμερα φτιάχνονται τα κτήρια όχι σαν δαντέλα, σιγά σιγά, αλλά συνήθως σαν στηλάρια και γρήγορα γρήγορα, με έναν άλλο ξέφρενο ρυθμό, και ετσι δεν μπορεί εύκολα η δαντέλα να μας γοητεύει, ούτε αυτή της γιαγιάς ούτε της οποιαδήποτε άλλης υπομονής.
Η πραγματικότητα που μας περιβάλλει είναι αντανάκλαση του δικού μας εσωτερικού ρυθμού της δικής μας ανησυχίας και αντίστροφα.
Αν η Σαντορίνη αναπτυσσόταν, σιγά σιγά, όπως πριν σαράντα χρόνια τότε μία εικόνα της καλντέρας θα ήταν ικανή να πιάσει την εικόνα όλου του νησιού. Γιατί ο ρυθμός θα ήταν κοινός για όλο το νησί.
Η Σαντορίνη δεν έχει όμως μία μόνο ποιότητα όπως παλιά, όπου ο κάθε τόπος του νησιού εξελίσσονταν όπως περιγράψαμε γραμμικά και κάθε μέρος κάθε γειτονιά χέρι χέρι εξελισσόντουσαν με τις δίπλα, όλες μαζί και όπως και οι άνθρωποι έβλεπαν τη ζωή τους σαν μία αδιάσπαστη πορεία έτσι και ο τόπος ήταν ποιοτικά ομοιογενής. Έβλεπες μια πέτρα στη Φοινικιά και αυτή σου έλεγε για την πόρτα που θα δεις στον Βουρβούλο ή για το βιολί που θα ακούσεις στο Εμπορείο.
Σήμερα έχουμε πολλαπλές διαφορετικές περιοχές αυτόνομες στο χαρακτήρα τους και αν δεις κάτι στον Καρτεράδο δεν σημαίνει ότι το ίδιο ως προς το χαρακτήρα του θα το δεις και στο Μεγαλοχώρι. Γιατί μπορεί ανά πάσα στιγμή να βρει σήμερα κάγκελα ο κάτοικος του Καρτεράδου από έναν άλλο προμηθευτή από τον προμηθευτή εκείνου στο Μεγαλοχώρι, από μια άλλη χώρα, και από μια άλλη παράδοση, και γιατί ο νεαρός κάτοικος της Περίσσας μπορεί να ακούσει μια διαφορετική μουσική στο ίντερνετ που να τον κάνει να ξεσηκωθεί και να φωτίσει με λεντ όλα τα μπαλκόνια του σπιτιού του.
Έχουμε λοιπόν ένα κατακερματισμό με μία συνεχή δυναμική. Και ενώ η Σαντορίνη είναι δέκα διαφορετικές Σαντορίνες και σε κάθε μία ενυπάρχουν άλλες εκατό, εμείς ωστόσο εξακολουθούμε να φανταζόμαστε τη Σαντορίνη μόνο σαν μία εικόνα μιας κάρτ ποστάλ. Αναρωτηθείτε: Πόσοι από εσάς φαντάζονται τη Σαντορίνη να αντιπροσωπεύεται κατα βάση από μία μόνο εικόνα. Φανταστείτε ότι έρχεστε με το αεροπλάνο στη Σαντορίνη. Πόσοι παρακαλώ ερχόμενοι στη Σαντορίνη φαντάζονται μία εικόνα μόνο: την καλντέρα ας πούμε ή μία εκκλησία να τους έρχεται στο νου;
Το θέμα λοιπόν είναι και εδώ είναι όλο το νόημα για μένα της σημερινής έκθεσης της Ζωής, ότι η Σαντορίνη είναι πλέον πάρα πολλές ετερογενείς αυτόνομες εικόνες. Και η έκθεση αυτή αυτό εκφράζει. Και αυτές οι εικόνες υπάρχουν γύρω μας ούτως ή άλλως, και αν ζει κανείς εδώ συνέχεια, αυτές βλέπει περισσότερο κάθε μέρα και όχι των κάρτ ποστάλ.
Και το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η έκθεση ξεσκεπάζει αυτό ακριβώς το άλλοθι. Δεν μπορεί στην εποχή μας -το εξηγήσαμε-, μια εικόνα να εκφράζει τον χαρακτήρα του συνόλου άρα αυτή η εικόνα, του καρτ ποσταλ, υπάρχει μόνο στο μυαλό μας ως άλλοθι για να μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας κατεβαίνει χωρίς να κρίνουμε τι γίνεται, γιατί στο μυαλό μας κρυβόμαστε πίσω από την μαγική δύναμη και προστασία του κάρτ ποστάλ.
Αυτή η εικόνα, ότι δηλαδή υπάρχει ακόμα μία συγκεκριμένη θέα της Καλντέρας ή κάποιων σπιτιών διατηρημένων μέσα στα χωριά, μας απαλλάσσει από οποιαδήποτε άλλη φαντασία και ακόμα χειρότερα από οποιαδήποτε δημιουργική ευθύνη. Όσο υπάρχουν οι εικόνες των κάρτ-ποστάλ μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε στο υπόλοιπο νησί.
Το φωτογραφικό έργο της Ζωής κάνει κάτι πολύ σημαντικό. Παρουσιάζει τα άλλα κομμάτια της Σαντορίνης, το δρόμο με την συνεχή κίνηση, τα δυσανάλογα κτήρια, τη χαοτική κυκλοφορία πεζών και μη, για να δούμε ότι υπάρχουν και αυτά και ας μην υποκρινόμαστε ότι δεν είναι από τα πιο σημαντικά.
Υπάρχουν και αποτελούν αυτόνομες πολύ σημαντικές πραγματικότητες, τις οποίες δεν μπορούμε να τις αγνοούμε όχι μόνο γιατί είναι εδώ αλλά ακόμα περισσότερο γιατί πλέον τείνουν να γίνουν και ο κανόνας. Και όσο δεν τις αναγνωρίζουμε, γιατί κάνουμε μεταφορικά και κυριολεκτικά τα στραβά μάτια, θα μας προκαλούν σαν φαντάσματα που ζητάνε την αναγνώριση. Το εξήγησα στην αρχή: την ομορφιά δεν την κάνει αυτό που βλέπεις αλλά βρίσκεται στα μάτια αυτού που την βλέπει. Αν όλες λοιπόν αυτές τις συνθήκες, που μας περιγράφουν οι φωτογραφίες της Ζωής, δεν θέλουμε να τις δεχτούμε ότι υπάρχουν, τότε σίγουρα δεν τις βλέπουμε καν ούτε ως κάτι όμορφο, ούτε ως κάτι άσχημο: είναι απλά αόρατες. Οπότε ζούμε σε ένα νησί που συχνά είναι αόρατο στην καρδιά μας και άρα νιώθουμε και εμείς συχνά μετέωροι.
Η έκθεση φωτογραφίζει κάποιες από τις άλλες εικόνες της ζωή μας στο νησί. Το πώς καθημερινά κινούμαστε πλέον στη Σαντορίνη και οδικά και ως πεζοί, το πώς πλησιάζουμε με το αυτοκίνητο καθημερινά προς το σούπερ μάρκετ, το πώς κάθε τόσο συναντάει το μάτι μας το γιαπί στη μέση του κάμπου, το πώς στρίβουμε σαν τρελοί στην πλατεία των Φηρών, το πώς ανεβαίνουμε αγχωμένοι τον Αθηνιό. Όλα αυτά γίνονται καθημερινά.
Αλλά στο μυαλό μας είναι η κάρτ ποστάλ σε πρώτο πλάνο και όλες αυτές οι παραπάνω εικόνες τείνουν να έχουν δεύτερο ρόλο στη συνειδητή όρασή μας. Αν όμως τις δούμε συνειδητά σε πρώτο ρόλο, και αυτό κάνει αυτή η έκθεση, δίνοντάς μας την αυτόνομη υπόσταση και φύση κάθε μιας τέτοιας εικόνας, τότε μόνο μπορούμε να δούμε την πραγματική τους φύση και πώς αλληλεπιδρούν. Τότε, μόνο τότε, όταν τις αναγνωρίζουμε, θα μπορέσουμε και να τις διαχειριστούμε αυτές τις εικόνες.
Ζωή Χατζηγιαννάκη |
Για να μπορούμε να συνδεθούμε με ό,τι διαφορετικό υπάρχει γύρω μας. Γιατί μόνο αν το δεχτούμε μπορούμε και να το εξελίξουμε, ώστε τελικά να αρχίσουμε να ονειρευόμαστε, όχι το όνειρο, αλλά την πραγματικότητα.
*Ο Κάτωνας Ασιμής γεννήθηκε στην Αθήνα, σπούδασε αρχιτεκτονική στο Πανεπιστήμιο του Bath, στη Μεγάλη Βρεττανία (BSc in General Architectural Studies) και Καλές Τέχνες στο Πανεπιστήμιο London Metropolitan στο Λονδίνο (BA in Fine Arts). Έχει εργαστεί ως εικαστικός στη Νέα Υόρκη και στο Λονδίνο ενώ έχει συμμετάσχει στις Μπιενάλε της Βενετίας και Θεσσαλονίκης. Τα τελευταία δύο χρόνια ζει και εργάζεται στη Σαντορίνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου