Δεν είναι μια ταινία που προσπερνάς εύκολα ως ακόμη μία ευρηματική κοινωνική κωμωδία με την υπογραφή του Κεν Λόουτς. Στο «Μερίδιο των αγγέλων» η δεξιότητα και η ευαισθησία του Βρετανού σκηνοθέτη δεν εξαντλούνται στη μακροχρόνια παρατήρηση με ιδεολογικό προσανατολισμό. Δεν είναι μόνο το βλέμμα του συνεπούς αριστερού που εστιάζει στην εργατική τάξη, στα προβλήματα και στα πάθη της, χωρίς να χάνει το σύνολο της βρετανικής κοινωνίας, τις ανισότητες, τις συγκρούσεις και τις δυσκαμψίες της. Ο 76χρονος Λόουτς, μεγαλώνοντας, προσεγγίζει τη ζωή με θετικό..
πρόσημο. Δείχνει να θεωρεί πιο επαναστατικό το χαμόγελο από τον θυμό, το χιούμορ από την καταγγελία. Αποφεύγει τη θυματοποίηση των αδυνάτων. Τα θύματα είναι, εξάλλου, την ίδια στιγμή και θύτες. Οπως ο ανανήψας ήρωάς του, ο Ρόμνι, ένας παραβατικός νεαρός από τη Γλασκώβη, καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας για αξιόποινες πράξεις, που όταν αγκαλιάζει για πρώτη φορά τον νεογέννητο γιο του, ορκίζεται να του εξασφαλίσει καλύτερη προοπτική από τη δική του. Ο θεατής ταυτίζεται με τη θέληση για αλλαγή του Ρόμνι ώς τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι έχει καταστρέψει τη ζωή ενός νεαρού, όταν υπό την επήρεια ναρκωτικών τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο προκαλώντας του μόνιμες βλάβες. Η σκηνή που θύτης και θύμα συναντιούνται, ύστερα από καιρό, με πρωτοβουλία της βρετανικής κοινωνικής πρόνοιας, τορπιλίζει τα δεδομένα, αποσπώντας την ταινία από μανιχαϊστικές αντιλήψεις και εύκολες κατηγοριοποιήσεις.
Ο Λόουτς όμως δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία στα πρόσωπα. Ο Ρόμνι, για παράδειγμα, ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια χαρισματική όσφρηση που του επιτρέπει να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι. Αυτό το ταλέντο θα του αλλάξει τη ζωή. Η ταινία αντιπαραβάλλει τις υποβαθμισμένες γειτονιές της Γλασκώβης με τον εξαιρετικά οργανωμένο χώρο των αποστακτηρίων, όπου μια διαφορετική κοινωνία ζει γύρω από την υψηλή απόλαυση και το κερδοφόρο εμπόριο του εκλεκτού ποτού.
Η έκφραση «το μερίδιο των αγγέλων» αναφέρεται στο 2% της ποσότητας του ουίσκι που εξατμίζεται, περιέργως, κατά τη διαδικασία της παλαίωσής του μέσα στο βαρέλι. Κάπως έτσι και στην ταινία: μια μικρή ποσότητα πανάκριβου και πολύτιμου ουίσκι εξαφανίζεται, κάτω από κωμικές συνθήκες, με άτσαλο και καθόλου… επαγγελματικό τρόπο, από ομάδα συμπαθών μικροαπατεώνων.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει έναν χαριτωμένο τρόπο, όχι ίσως νόμιμο αλλά πάντως ηθικό, για να καταστήσει ένα κοινωνικό αγαθό, με σφραγίδα χώρας προέλευσης, σε μοχλό αλλαγής. Μία φιάλη από ένα σπάνιο ποτό, συλλεκτικής αξίας, που δεν θα λείψει σε κανέναν, γίνεται για τον ήρωα το εφαλτήριο για να αποκτήσει μια κανονικότητα: βίο οικογενειακό, με γυναίκα, νεογέννητο παιδί και εργασία.
Το εύρημα της ταινίας δεν παροτρύνει στην παρανομία. Το αντίθετο. Χωρίς να ηθικολογεί, παραθέτει τις διαφορετικές όψεις, τις διαφορετικές επιλογές ζωής: εντός και εκτός νομιμότητας, εκτός και εντός περιθωρίου. Ο Ρόμνι συναντάει τον «άγγελο» επιστάτη, που του ανοίγει τον δρόμο ώστε να αξιοποιήσει τις ικανότητές του. Μελετάει, παρακολουθεί, προσπαθεί, με καύσιμο την επιθυμία να δώσει στο παιδί του (και στον εαυτό του) μιαν άλλη προοπτική.
Η διαδρομή του Ρόμνι δεν έχει τίποτα πλαστό και κατασκευασμένο. Απέχει πολύ από το να είναι πρότυπο ή ιδανικό. Πληρώνει τίμημα για να γίνει στέρεος και αξιόπιστος, να διεκδικήσει ταυτότητα χωρίς στίγμα. Οι πυλώνες του Λόουτς, στη Γλασκώβη της ανεργίας και της παραβατικότητας, είναι το κοινωνικό κράτος (που ακόμη λειτουργεί) και η ανθρώπινη προσφορά και αλληλεγγύη. Οσο υπάρχουν, και η πιο απειλητική κρίση θα βρίσκει αντιστάσεις και αναχώματα.
πρόσημο. Δείχνει να θεωρεί πιο επαναστατικό το χαμόγελο από τον θυμό, το χιούμορ από την καταγγελία. Αποφεύγει τη θυματοποίηση των αδυνάτων. Τα θύματα είναι, εξάλλου, την ίδια στιγμή και θύτες. Οπως ο ανανήψας ήρωάς του, ο Ρόμνι, ένας παραβατικός νεαρός από τη Γλασκώβη, καταδικασμένος σε 300 ώρες κοινωνικής εργασίας για αξιόποινες πράξεις, που όταν αγκαλιάζει για πρώτη φορά τον νεογέννητο γιο του, ορκίζεται να του εξασφαλίσει καλύτερη προοπτική από τη δική του. Ο θεατής ταυτίζεται με τη θέληση για αλλαγή του Ρόμνι ώς τη στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι έχει καταστρέψει τη ζωή ενός νεαρού, όταν υπό την επήρεια ναρκωτικών τον είχε χτυπήσει στο πρόσωπο προκαλώντας του μόνιμες βλάβες. Η σκηνή που θύτης και θύμα συναντιούνται, ύστερα από καιρό, με πρωτοβουλία της βρετανικής κοινωνικής πρόνοιας, τορπιλίζει τα δεδομένα, αποσπώντας την ταινία από μανιχαϊστικές αντιλήψεις και εύκολες κατηγοριοποιήσεις.
Ο Λόουτς όμως δίνει και μια δεύτερη ευκαιρία στα πρόσωπα. Ο Ρόμνι, για παράδειγμα, ανακαλύπτει ότι διαθέτει μια χαρισματική όσφρηση που του επιτρέπει να διακρίνει την υφή και τα αρώματα του ουίσκι. Αυτό το ταλέντο θα του αλλάξει τη ζωή. Η ταινία αντιπαραβάλλει τις υποβαθμισμένες γειτονιές της Γλασκώβης με τον εξαιρετικά οργανωμένο χώρο των αποστακτηρίων, όπου μια διαφορετική κοινωνία ζει γύρω από την υψηλή απόλαυση και το κερδοφόρο εμπόριο του εκλεκτού ποτού.
Η έκφραση «το μερίδιο των αγγέλων» αναφέρεται στο 2% της ποσότητας του ουίσκι που εξατμίζεται, περιέργως, κατά τη διαδικασία της παλαίωσής του μέσα στο βαρέλι. Κάπως έτσι και στην ταινία: μια μικρή ποσότητα πανάκριβου και πολύτιμου ουίσκι εξαφανίζεται, κάτω από κωμικές συνθήκες, με άτσαλο και καθόλου… επαγγελματικό τρόπο, από ομάδα συμπαθών μικροαπατεώνων.
Ο σκηνοθέτης επιλέγει έναν χαριτωμένο τρόπο, όχι ίσως νόμιμο αλλά πάντως ηθικό, για να καταστήσει ένα κοινωνικό αγαθό, με σφραγίδα χώρας προέλευσης, σε μοχλό αλλαγής. Μία φιάλη από ένα σπάνιο ποτό, συλλεκτικής αξίας, που δεν θα λείψει σε κανέναν, γίνεται για τον ήρωα το εφαλτήριο για να αποκτήσει μια κανονικότητα: βίο οικογενειακό, με γυναίκα, νεογέννητο παιδί και εργασία.
Το εύρημα της ταινίας δεν παροτρύνει στην παρανομία. Το αντίθετο. Χωρίς να ηθικολογεί, παραθέτει τις διαφορετικές όψεις, τις διαφορετικές επιλογές ζωής: εντός και εκτός νομιμότητας, εκτός και εντός περιθωρίου. Ο Ρόμνι συναντάει τον «άγγελο» επιστάτη, που του ανοίγει τον δρόμο ώστε να αξιοποιήσει τις ικανότητές του. Μελετάει, παρακολουθεί, προσπαθεί, με καύσιμο την επιθυμία να δώσει στο παιδί του (και στον εαυτό του) μιαν άλλη προοπτική.
Η διαδρομή του Ρόμνι δεν έχει τίποτα πλαστό και κατασκευασμένο. Απέχει πολύ από το να είναι πρότυπο ή ιδανικό. Πληρώνει τίμημα για να γίνει στέρεος και αξιόπιστος, να διεκδικήσει ταυτότητα χωρίς στίγμα. Οι πυλώνες του Λόουτς, στη Γλασκώβη της ανεργίας και της παραβατικότητας, είναι το κοινωνικό κράτος (που ακόμη λειτουργεί) και η ανθρώπινη προσφορά και αλληλεγγύη. Οσο υπάρχουν, και η πιο απειλητική κρίση θα βρίσκει αντιστάσεις και αναχώματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου